- λευκόπτερε
- λευκόπτεροςwhite-wingedmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκόπτερος — η, ο (Α λευκόπτερος, ον) (για πλοίο) αυτός που έχει λευκές πτέρυγες (α. «λευκόπτερα δώδεκα πλοία δεμένα σαλεύουν εκεί», Ζαλοκ. β. «ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς», Ευρ.) αρχ. 1. (γενικά) λευκός, άσπρος («λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι», Αισχύλ.) 2. περιχαρής… … Dictionary of Greek